προαπαντώ — προαπαντῶ, άω, ΝΑ πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ νεοελλ. δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ αρχ. 1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως 2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο 3. παρεμβάλλομαι,… … Dictionary of Greek
προσυπαντώ — άω, ΜΑ 1. συναντώ κάποιον ακόμη 2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»] … Dictionary of Greek
αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… … Dictionary of Greek
αντιθρώσκω — ἀντιθρώσκω (Α) ξεπετάγομαι, πηδώ για να συναντήσω κάτι … Dictionary of Greek
αντιπαράγω — ἀντιπαράγω (Α) 1. παραθέτω, παρουσιάζω κάτι αντί άλλου που απέρριψα 2. οδηγώ στράτευμα εναντίον κάποιου 3. προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό 4. βαδίζω παράλληλα σε κάτι ή γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
αντιπορεύομαι — ἀντιπορεύομαι (Α) πορεύομαι αντίθετα προς κάποιον για να τον συναντήσω … Dictionary of Greek
αντιπροσέρχομαι — ἀντιπροσέρχομαι (Α) προχωρώ να συναντήσω κάποιον … Dictionary of Greek
αντιπρόειμι — ἀντιπρόειμι (Α) προχωρώ εναντίον κάποιου ή για να συναντήσω κάποιον … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek